- πινέτω
- πῑνέτω , πίνωAër.pres imperat act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пити — ПИ|ТИ (486), Ю, ѤТЬ гл. 1.Пить: лѹче бо съ ѹставъмь пити вино. съ величаниѥмь водьнѹѹмѹ питию. (οἰνοποσία) Изб 1076, 237 об.; въ волости твоеи толико вода пити в городищѧньх а рушань скорбꙊ про городищѧне. ГрБ (ст. р.) № 10, 40–90 XII; хлѣбъ сѹхъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μελίχρους — ουν (ΑM μελίχρους και μελιτόχρους ουν και οος, οον, Α και μελλίχρους, ουν, Μ και μελίχροιος, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, μελίχρωμος, μελής μσν. μελαχρινός αρχ. 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι ή που έχει γλυκαθεί με μέλι,… … Dictionary of Greek